- ολολυγμός
- ο (Α ὀλολυγμός) [ολολύζω]ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμόςαρχ.1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.)2. θριαμβευτικό άσμα.
Dictionary of Greek. 2013.